δυσηλεκτραγωγός, -ός, -ό

δυσηλεκτραγωγός, -ός, -ό
(φυσ.), αυτός που δύσκολα αφήνει να περάσει το ηλεκτρικό ρεύμα από τη μάζα του, ο κακός αγωγός του ηλεκτρισμού: Δυσηλεκτραγωγό υλικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσηλεκτραγωγός — ό (για πραγμ.) αυτός που δύσκολα επιτρέπει τη δίοδο τού ηλεκτρισμού μέσα από τη μάζα του («δυσηλεκτραγωγά σώματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”